- βοιωτιζω
- βοιωτίζωPlut. = βοιωτιάζω См. βοιωτιαζω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βοιωτίζειν — βοιωτίζω speak Boeotian pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιωτιάζω — και βοιωτίζω (Α) [Βοιωτός] 1. μιλώ βοιωτική διάλεκτο 2. ακολουθώ την πολιτική των Βοιωτών … Dictionary of Greek